Μιὰ ἀπίθανη ἀφήγηση
γιὰ τὴν ἱστορία μιᾶς φωτογραφίας στὸ τέρμα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ἀμπελοκήπων
Ἕνα νοσταλγικὸ
ταξίδι στὸ χρόνο ἐπεφύλασσε στὴν ὁμάδα μας ὁ ἀγαπητὸς φίλος κ. Ἀλέξανδρος
Παπανδρέου, ὁ ὁποῖος ἀνήρτησε φωτογραφία ἀπὸ τὸ προσωπικό του ἀρχεῖο, ἀπὸ μιὰ ἀποκριὰ
στὸ μακρυνὸ 1959. Ἀπεικονίζεται ὡς «καουμπόης» μπροστὰ στὸ 102 τοῦ 4ου ΚΤΕΛ,
Scania Vabis B7157 κατασκευῆς Ταγκαλάκη, τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὸ τέρμα τῆς γραμμῆς
«119 Πλατεῖα Κάνιγγος – Ἅγιος Δημήτριος Ἀμπελοκήπων».
Αὐτὴ ἡ φωτογραφία
γίνεται ἀκόμα πιὸ συγκινητική, ἂν προσέξει κανεὶς τὴν ἀφήγηση τοῦ κ.
Παπανδρέου, γιὰ μιὰ Ἀθήνα ποὺ μοιάζει σὲ ἐλάχιστα πράγματα μὲ τὴ σημερινή.
«Ἡ πινακίδα πάνω ἀπ’
τὸ παρμπρὶζ τῶν "Scania Vabis" ἢ τῶν "Volvo" ἔγραφε «Ἅγ.
Δήμ. Ἀμπελ.» καὶ πιὸ πάνω στόν ‘παπά’ ἀναγραφόταν ὁ ἀριθμός ‘119'. H ἀφετηρία τῆς
γραμμῆς ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μας στὴν Πανόρμου, ἐκεῖ ποὺ βρίσκονται σήμερα τὰ
γραφεῖα τοῦ 7ου Δημοτικοῦ Διαμερίσματος τῶν Ἀθηνῶν», θυμᾶται.
Σὲ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο
ὁ δρόμος ἦταν χωμάτινος ἐνῷ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ πρὸς τὰ πάνω εἶχε γίνει ἀσφαλτόστρωση
μέχρι τὴν ὁδὸ Ἀργολίδος.
Τά
δρομολόγια
Τὸ λεωφορεῖο ἔφευγε
γεμᾶτο ἀπὸ τὴν Πανόρμου ἀπὸ τὰ ξημερώματα ἕως τὶς ἐννιάμιση τὸ πρωί, ἐνῷ ἀντιστρόφως
ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν Πλατεῖα Κάνιγγος γεμᾶτο κόσμο ἀπὸ τὴ μιάμιση ἕως τὶς
τρεισήμισυ.
«Κατέβαζε τοὺς ἐπιβάτες
ἀπέναντι στὴν ἄσφαλτο, ἔκανε ἀναστροφὴ κι ἄραζε μπροστὰ στὴν ἐξώπορτά μας. Εἶχαν
φτιάξει μὲ σιδηροκατασκευὴ κι ἕναν θάλαμο, σκοτεινὸ καὶ κρύο. Ἂν τοῦ ἔβαζες
ρόδες, νόμιζες ὅτι ἦταν τρέϊλερ γιὰ τὸ λεωφορεῖο», συνεχίζει ὁ κ. Παπανδρέου καὶ
ἀκόμα φέρνει στὴ μνήμη του τὸν σταθμάρχη μὲ τὸ χαρακτηριστικὸ καπέλο του, νὰ
φορᾶ μιὰ πατατούκα τὸ καταχείμωνο γιὰ νὰ γλυτώσει ἀπ’ τὸ κρύο. Θυμᾶται
χαρακτηριστικὰ ὅτι κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του, ὁ σταθμάρχης ἔβαζε χοντρὸ χαρτόνι νὰ
μὴν πάθει κρυοπαγήματα.
Ἡ γιαγιὰ
ἀπὸ τὴν Πόλη
«Ὅταν εἶδε ἡ γιαγιά
μου, ἡ Πολίτισσα, αὐτὸ τὸ μαῦρο χάλι κι ἄρχισε νὰ τοῦ πηγαίνει ἑλληνικὸ καφέ,
νεράκι, γλυκὸ τοῦ κουταλιοῦ ἢ σπιτικὰ κουλούρια. Καμμιὰ φορὰ μάλιστα, πήγαινε
καὶ φαγητὸ ἀπ’ τὸ τσουκάλι τοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ μέρα τοῦ εἶπε: ‘Νὰ σὲ πῶ, θὰ
παγώσεις ἐδῶ μέσα καὶ θὰ στραβωθεῖς. Θὰ σοῦ δώσουμε ρεῦμα’. Πῆρε λοιπὸν ἕνα
καλώδιο μὲ μιὰ λάμπα στὴν ἄκρη, τὸ πέρασε ἀπ’ τὸ σταθμαρχεῖο πάνω ἀπ’ τὰ
κάγκελα τοῦ μπαλκονιοῦ καὶ μπῆκε στὴν πρίζα γιὰ νὰ βλέπει καὶ νὰ κάνει τὴ
δουλειά του σὲ ἀνθρώπινες συνθῆκες», λέει.
Στὴν ἐρώτηση ἂν ὁ
σταθμάρχης ἔβαζε καὶ καμμιὰ «κουκουνάρα» νὰ ζεστάνει τὰ πόδια του, ὁ κ.
Παπανδρέου δὲν τὸ ἀποκλείει καὶ σημειώνει ὅτι τότε οἱ λογαριασμοὶ τῆς ΔΕΗ ἐκδίδονταν
μὲ τὴν ἀντίληψη τῆς κοινωνικῆς παροχῆς καὶ τῆς κοινῆς ὠφέλειας.
Κι ἀκολουθεῖ ἡ ἐρώτηση,
ἂν τό... ἠλεκτροδοτούμενο σταθμαρχεῖο τοῦ τέρματος στὸν Ἅγιο Δημήτριο Ἀμπελοκήπων
εἶχε ρεῦμα ὅλο τὸ εἰκοσιτετράωρο. «Ὅταν χρειαζόταν, ὁ σταθμάρχης ἔβγαινε ἀπὸ τὸ
κλουβί του καὶ φώναζε: «Κυρὰ Θεανώ! Ἔ, κυρὰ Θεανώ! Ρεῦμα!» Ἡ γιαγιὰ ἔβαζε τὸ
καλώδιο στὴν πρίζα κι ὅταν τελείωνε ἡ βάρδια μὲ τὸ τελευταῖο δρομολόγιο, πρὶν ἀκόμα
φύγει τὸ λεωφορεῖο, ἡ κυρὰ Θεανὼ ἔβγαζε τὴν πρίζα κι ὁ σταθμάρχης ἀνέβαινε στὴ
θέση ἀπέναντι ἀπὸ τὸν ὁδηγὸ γιὰ νὰ πάει στὸ σπιτάκι του».
Σημεῖο ἀναφορᾶς
τὸ σταθμαρχεῖο
Ἡ ἀφήγηση τοῦ κ.
Παπανδρέου δείχνει πραγματικὰ μιὰ ἄλλη ἀντίληψη ποὺ ὑπῆρχε στὴν κοινωνία, ὅταν ὅλοι
ἦταν πιὸ ὑποστηρικτοὶ πρὸς τὸν συνάνθρωπο. Τὸ παράδειγμα τῆς κυρὰ-Θεανώς, τὸ ἀντέγραψαν
κι ἄλλοι ἀπὸ τοὺς γείτονες ποὺ ὅταν χρειάστηκε, πήγαιναν ἕναν μεζὲ στὸ σταθμάρχη
ἢ στοὺς ὁδηγοὺς καὶ τοὺς εἰσπράκτορες. Δὲν ὑπῆρχε γιορτὴ ἢ ἀργία καὶ νὰ μὴν
πάρουν κολατσιὸ ἐκεῖνοι ποὺ δούλευαν πάνω στὸ λεωφορεῖο, τὸ ὁποῖο συνέδεε τὴ
γειτονιά μέ τὸ κέντρο τῆς μεγάλης πολιτείας.
«Τότε ὅλοι ἔδιναν. Μὰ
ἕνα πιάτο φαΐ, μὰ λίγο ψωμί, μὰ λίγο κρασὶ στὸ διπλανό.. Ὄχι πὼς περίσσευαν
δηλαδή, ἀλλὰ ἦταν σὰν μιὰ ἐσωτερικὴ ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη τὸ δώσιμο. Καὶ τὸ ἔκαναν ὅλοι.
Πῶς νὰ μὴ χαμογελάει ὕστερα ὁ κόσμος; Παρὰ τὴ φτώχεια καὶ τὰ χιλιάδες
προβλήματα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ὁ κόσμος χαμογελοῦσε. Δὲν ἤμασταν κουμπωμένοι βρὲ
ἀδερφέ, δὲν τὰ βλέπαμε ὅλα μὲ καχυποψία μὲ μιζέρια μὲ κακία. Ὄξω καρδιὰ κι Ἅγιος
ὁ Θεός», ἀφηγεῖται ὁ κ. Ἀλέκος καὶ μᾶς ταξιδεύει ἀρκετὲς δεκαετίες πίσω μὲ ἀφορμὴ
τὴν φωτογραφία του «καουμπόη» στὶς ἀποκριὲς τοῦ 1959.
Ἀφήγηση σὰν
ἀσπρόμαυρη ταινία
Ὁ ἐπίλογος αὐτοῦ τοῦ
σημειώματος ἔχει τὴν ἴδια ἀξία μὲ τὴν ἱστορία ποὺ διαβάσατε ὡς ἐδῶ. Γιὰ νὰ βγεῖ
αὐτὴ ἡ φωτογραφία μπροστὰ στὸ λεωφορεῖο, χρειάστηκε ἀγάπη καὶ νοικοκυροσύνη νὰ
φτιαχτεῖ μιὰ στολὴ ποὺ δὲν ἦταν ἀγορασμένη ἢ πολυτελής. Ἀρκοῦσαν ἕνα μαῦρο ὑφασμάτινο
παντελόνι, ἕνα σιρίτι στὸ πλάι ραμμένο μέ τὸ χέρι, ἕνα καρῶ πουκάμισο, ἕνα
μαντήλι τοῦ μπαμπᾶ γιὰ τὸ λαιμό, ἕνα καουμπόικο καπέλο ἀπὸ τὸ ψιλικατζίδικο τῆς
γειτονιᾶς καὶ μιὰ πλαστικὴ ζώνη μὲ θήκη πιστολιοῦ κι ἕνα ψεύτικο πιστόλι μὲ
χάρτινο ρολὸ καψούλια ἀπὸ κάποιο πανηγύρι.
Ὁ κ. Παπανδρέου θυμᾶται
τί ἔγινε μετὰ τὸ «κλὶκ» τοῦ φωτογράφου: «Βγῆκε μὲ τὴ μαύρη σφυρίχτρα ὁ
σταθμάρχης κι ἀφοῦ ἔδωσε σῆμα ἀναχώρησης μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ἀνάσας του, ὁ ὁδηγὸς
πῆρε θέση στὸ τιμόνι κι ἔβαλε μπροστὰ στὸ Scania. Ὅσο αὐτὸ γουργούριζε ὁ «τέρμα
τὰ μία καὶ τριάντα» ἔκοβε εἰσιτήρια ἀπὸ ἐμπρὸς πρὸς τὰ πίσω, μέχρι νὰ κάτσει στὸ
γραφειάκι του. Τότε ἔκλειναν οἱ πόρτες μὲ ἐκεῖνες τὶς μανιβέλες ποὺ μοιάζανε μὲ
βρῦσες κάνοντας «τσααααααααααφ»... Ὁ ὁδηγὸς ἔλυνε ἐκεῖνο τὸ πελώριο χειρόφρενο ἀριστερά
του, ἔβαζε κατηφόριζε σιγανὰ κι ἔβγαινε στὴν ἄσφαλτο. Ἔστριβε στὴν Κεδρηνοῦ κι ἔτσι
ἄλλο ἕνα δρομολόγιο ἦταν ἐν ἐξελίξει»...
Τὸ λεωφορεῖο τῆς ἱστορίας
μας δὲν ἔχει σωθεῖ σὲ ἄλλη φωτογραφία ἀπὸ ἀνοικτὲς πηγὲς ἢ ἀπὸ ἀρχεῖα ἐφημερίδων.
Τὸ 102 τοῦ 4ου ΚΤΕΛ μένει στὴν ἱστορία χάρη στὸν κύριο Παπανδρέου.
Γιὰ τὴν ἱστορία,
αὐτὸ τὸ λεωφορεῖο κυκλοφόρησε μὲ ἀριθμὸ κυκλοφορίας 44920 ἀπὸ τὶς 29 Νοεμβρίου
1958 ἕως τὴν 1η Αὐγούστου 1981, ὁπότε ἀποσύρθηκε μαζὶ μὲ τὰ 4/63 Scania Vabis
Ταγκαλάκη καὶ 4/97 Scania Vabis «ΒΙΟ».
Καλὴ Σαρακοστὴ σὲ ὅλους!
Κείμενον: ΛουκιανὸςΚάλλιμπαν
Φωτογραφίες: Ἀρχεῖο Ἀλέκου
Παπανδρέου,
Ἀρχεῖο ΛΑΕΓΕ, Ἀνοικτές πηγές στό διαδίκτυο
Περισσότερες δημοσιεύσεις
γιὰ τὸ 4ο ΚΤΕΛ μὲ ἕνα κλὶκ ἐδῶ.
Διαβάστε ἀκόμα: